vārdnīca vācu - grieķu

Deutsch - ελληνικά

Zeitung grieķu valodā:

1. εφημερίδα εφημερίδα


Κάθησε κάτω και διάβασε την εφημερίδα.
Κάθησε και διάβασε την εφημερίδα.